κεροφόρος

κεροφόρος
κεροφόρος, ον,
A = κερασφόρος 1, horned,

βόες E.Ba.691

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεροφόρος — κεροφόρος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («κεροφόρων βοῶν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρως + φόρος (< φόρος < φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • κεροφόροι — κεροφόρος horned masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεροφόρων — κεροφόρος horned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”